- κεφαλόρριζος
- κεφαλόρριζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλορρίζων — κεφαλόρριζος with a bulbous root masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόρριζα — κεφαλόρριζος with a bulbous root neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek